Μετάβαση στο περιεχόμενο

διχοτόμος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διχοτόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διχοτόμος < δίχα + -τόμος (τέμνω)

Επίθετο

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχοτόμος η διχοτόμος
& διχοτόμα
το διχοτόμο
      γενική του διχοτόμου της διχοτόμου
& διχοτόμας
του διχοτόμου
    αιτιατική τον διχοτόμο τη διχοτόμο
& διχοτόμα
το διχοτόμο
     κλητική διχοτόμε διχοτόμε
& διχοτόμα
διχοτόμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχοτόμοι οι διχοτόμοι
& διχοτόμες
τα διχοτόμα
      γενική των διχοτόμων των διχοτόμων των διχοτόμων
    αιτιατική τους διχοτόμους τις διχοτόμους
& διχοτόμες
τα διχοτόμα
     κλητική διχοτόμοι διχοτόμοι
& διχοτόμες
διχοτόμα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διχοτόμος, -ος, -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχοτόμος οι διχοτόμοι
      γενική της διχοτόμου των διχοτόμων
    αιτιατική τη διχοτόμο τις διχοτόμους
     κλητική διχοτόμε
(διχοτόμο)
διχοτόμοι
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γεωμετρική μέθοδος χάραξης της διχοτόμου μιας γωνίας

διχοτόμος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]