Μετάβαση στο περιεχόμενο

bisexualité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bisexualité < bi- + sexualité

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bi.sɛ.ksɥa.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bisexualité bisexualités

bisexualité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]