bisnono
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]bisnono (pt) < ιταλικό bisnono
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bisnono | bisnonos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ο προπάππους ή η προγιαγιά ( bisnona)
bisnono (pt) < ιταλικό bisnono
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bisnono | bisnonos |