bisnono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bisnono (pt) < ιταλικό bisnono
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bisnono | bisnonos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο προπάππους ή η προγιαγιά ( bisnona)