blanc correcteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
blanc correcteur | blancs correcteurs |
blanc correcteur (fr) αρσενικό
- το διορθωτικό (υγρό), το μπλάνκο