blasé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blasé | blasés |
θηλυκό | blasée | blasées |
blasé (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blasé | blasés |
blasé (fr) αρσενικό