blasé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό blasé blasés
θηλυκό blasée blasées

blasé (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blasé blasés

blasé (fr) αρσενικό