bloodsoaked
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈblʌd.səʊkt/
Επίθετο
[επεξεργασία]bloodsoaked (en)
- αιματοβαμμένος, καταματωμένος
- ⮡ bloodsoaked garments - καταματωμένα ενδύματα
- ≈ συνώνυμα: bloodstained