bludgeon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bludgeon (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

bludgeon (en)

  1. (μεταβατικό) χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με γκλομπ, ρόπαλο
  2. bludgeon one's way: ανοίγω δρόμο σπάζοντας κεφάλια, χρησιμοποιώντας ωμή βία