bois
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Δείτε επίσης
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
bois
(fr)
αρσενικό
το
άλσος
, o
λόγγος
, ο
λόγκος
τo
ξύλο
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
forêt
,
bosquet
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Asturianu
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Limburgs
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Svenska
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文