forêt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forêt | forêts |
forêt (fr) θηλυκό
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
forêt | forêts |
forêt (fr) θηλυκό