Μετάβαση στο περιεχόμενο

bolt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bolt bolts

bolt (en)

  1. ο σύρτης, το μάνταλο
      The door closes with a bolt.
    Η πόρτα κλείνει με σύρτη.
      Put the bolt on the door, so it won’t open.
    Βάλε το μάνταλο στην πόρτα, για να μην ανοίγει.
  2. το μπουλόνι
      I used a bolt to fasten the two parts of the machine.
    Χρησιμοποίησα ένα μπουλόνι για να στερεώσω τα δύο κομμάτια του μηχανήματος.
  3. η αστραπή
      a bolt of lightning - μια αστραπή
ενεστώτας bolt
γ΄ ενικό ενεστώτα bolts
αόριστος bolted
παθητική μετοχή bolted
ενεργητική μετοχή bolting

bolt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μανταλώνω
      I’m closing and bolting the door.
    Κλείνω και μανταλώνω την πόρτα.
  2. (μεταβατικό) βιδώνω, στερεώνω κάτι με μπουλόνι
      The bench is bolted to the ground.
    Το παγκάκι είναι βιδωμένο στο έδαφος.
  3. (αμετάβατο) αφηνιάζω
      The horse bolted and threw its rider off.
    Αφηνίασε το άλογο και έριξε κάτω τον καβαλάρη του.
  4. (αμετάβατο) ορμώ, το σκάω
      The burglar bolted through the window.
    Ο διαρρήκτης όρμησε από το παράθυρο.
      He bolted with the cash.
    Το 'σκάσε με το ταμείο.