bonobo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bonobo bonobos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bonobo (fr) αρσενικό