bordé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bordé | bordés |
θηλυκό | bordée | bordées |
Επίθετο[επεξεργασία]
bordé (fr)
- περιστοιχισμένος, με μπορντούρα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bordé | bordés |
θηλυκό | bordée | bordées |
bordé (fr)