bordé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bordé | bordés |
θηλυκό | bordée | bordées |
Επίθετο
[επεξεργασία]bordé (fr)
- περιστοιχισμένος, με μπορντούρα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bordé | bordés |
θηλυκό | bordée | bordées |
bordé (fr)