Μετάβαση στο περιεχόμενο

boson

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boson (en)



      ενικός         πληθυντικός  
boson bosons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boson (fr) αρσενικό