bot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bot < robot
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bot (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
bot στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bot (nl) ουδέτερο
- το κόκαλο
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bot (hu)