boulimie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- boulimie < bolisme < βουλιμία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boulimie (fr) θηλυκό
- η βουλιμία