braço
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
braço | braços |
braço (pt) αρσενικό
- το μπράτσο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
braço | braços |
braço (pt) αρσενικό