bramkarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbrãmkaʃ/
 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bramkarz < bramka (pl)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bramkarz (pl) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) ο τερματοφύλακας
  2. το άτομο που ελέγχει την είσοδο σε κέντρα διασκέδασης, που "κάνει πόρτα"

Συγγενικά[επεξεργασία]