bramkarz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bramkarz (pl) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο τερματοφύλακας
- το άτομο που ελέγχει την είσοδο σε κέντρα διασκέδασης, που "κάνει πόρτα"