branchement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
branchement branchements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

branchement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]