brasiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | brasiko |
αιτιατική | brasikon |
brasiko (eo)
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | brasiko |
αιτιατική | brasikon |
brasiko (eo)