brasserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brasserie (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brasserie | brasseries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brasserie (fr) θηλυκό
- η μπυραρία, το ζυθεστιατόριο, η μπιραρία
- το ζυθοποιείο