bricolage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bricolage < bricoler
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bricolage | bricolages |
bricolage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bricolage (it)
- το μαστόρεμα