britannique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | britannique | britanniques |
θηλυκό | britanniquee | britanniquees |
britannique (fr) αρσενικό ή θηλυκό