brittophone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brittophone | brittophones |
Επίθετο[επεξεργασία]
brittophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μιλάει βρετονικά
ενικός | πληθυντικός |
brittophone | brittophones |
brittophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό