Μετάβαση στο περιεχόμενο

brochette

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
brochette brochettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brochette (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]