Μετάβαση στο περιεχόμενο

broyage

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
broyage < broyer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁwa.jaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
broyage broyages

broyage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη broyer