bułka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbuw.ka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bułka (pl) θηλυκό

  1. το ψωμάκι
  2. (ειδικότερα) το στρογγυλό ψωμάκι
     συνώνυμα: bułeczka
  3. (μεταφορικά) οι κοιλιές, οι πατσές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στην πολωνική κουζίνα, αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή ψωμιού που σερβίρεται σε εστιατόρια και που χρησιμοποιείται για σάντουιτς