budgétivore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
budgétivore budgétivores

Επίθετο[επεξεργασία]

budgétivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για πρόσωπα) που ζει σε βάρος του δημόσιου
  2. (για πράγματα) που βαρύνει έναν προϋπολογισμό