bulb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bulb (en)

  1. βολβός (φυτού)
  2. γλόμπος (λάμπα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]