Μετάβαση στο περιεχόμενο

butler

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

butler (en)

  1. o υπηρέτης που ασχολείται με τα κρασί και τα ποτά
  2. ο μπάτλερ, ο προϊστάμενος του υπηρετικού προσωπικού