by comparison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- by comparison < → δείτε τις λέξεις by και comparison
Έκφραση
[επεξεργασία]by comparison (en)
- (ιδιωματισμός) συγκριτικά, σε σύγκριση με, μπροστά
- ↪ It costs more but it’s better by/in comparison.
- Κοστίζει περισσότερο αλλά συγκριτικά είναι καλύτερο.
- ↪ It’s cheap in comparison to this one here.
- Είναι φτηνό σε σύγκριση μ' αυτό εδώ.
- ↪ By comparison with her sister, she is a fool.
- Μπροστά στην αδελφή της είναι βλάκας.
- ↪ It costs more but it’s better by/in comparison.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- comparison (idioms): by/in comparison (with somebody/something) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός