comparison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
comparison comparisons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

comparison (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η σύγκριση, η διαδικασία του να συγκρίνω δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή πραγμάτων
    It’s expensive in comparison to mine.
    Είναι ακριβό σε σύγκριση με το δικό μου.
  2. (μετρήσιμο) η σύγκριση, ένα περιστατικό όταν συγκρίνονται δύο ή περισσότερα άτομα ή πράγματα
    There’s no comparison between them.
    Δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ τους.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]