cão
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
cão
cães
cão
(pt)
αρσενικό
(
θηλυκό
cadela
)
(
ζωολογία
) ο
σκύλος
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Ζωολογία (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Čeština
Dansk
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Galego
Gaelg
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ქართული
ಕನ್ನಡ
한국어
कॉशुर / کٲشُر
Kurdî
Latina
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Nāhuatl
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
Tagalog
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
中文