célibataire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
célibataire | célibataires |
célibataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
célibataire | célibataires |
célibataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ανύπαντρος, η ανύπαντρη, ο εργένης