αστεφάνωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστεφάνωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστεφάνωτος < αρχαία ελληνική στεφανόω / στεφανῶ < στέφανος
Επίθετο[επεξεργασία]
αστεφάνωτος, -η, -ο
- που δεν φορά στέφανο / στεφάνι
- (οικείο) που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει παντρευτεί επίσημα (σε εκκλησία)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρίς στεφάνι
ανύπανδρος