caboteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.bɔ.tœːʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caboteur | caboteurs |
caboteur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο ναυτικός που δουλεύει στην ακτοπλοΐα
- το ακτόπλοιο