caboulot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caboulot | caboulots |
caboulot (fr) αρσενικό
- (οικείο) (παρωχημένο) το καφενεδάκι, το καπηλιό