Μετάβαση στο περιεχόμενο

cacık

Από Βικιλεξικό

Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]
Τζατζίκι: cacık.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒɑˈd͡ʒɯk/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cacık < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική جاجیگ (cacıg)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cacık (tr)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

cacık (τουρκικά)

αγγλικά: cacik
αζεριανά: cacıq
κουρδικά: caciq