cacaoyer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ka.ɔ.je/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cacaoyer cacaoyers

cacaoyer (fr) αρσενικό