cacaoyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ka.ɔ.je/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cacaoyer | cacaoyers |
cacaoyer (fr) αρσενικό
- το κακαόδεντρο
ενικός | πληθυντικός |
cacaoyer | cacaoyers |
cacaoyer (fr) αρσενικό