cacheton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cacheton < cachet
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cacheton | cachetons |
cacheton (fr) αρσενικό
- (οικείο)
- χάπι
- → δείτε τη λέξη cachet
- ανταμοιβή ενός καλλιτέχνη για κάποια παραγγελία
- → δείτε τη λέξη cachet