cajou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cajou | cajous |
cajou (fr) αρσενικό
- το ανάκαρδο
ενικός | πληθυντικός |
cajou | cajous |
cajou (fr) αρσενικό