Μετάβαση στο περιεχόμενο

calendar

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: calender
      ενικός         πληθυντικός  
calendar calendars

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkæləndə/
ομόηχο: calender (πρέσα τυμπάνων)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calendar (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calendar (ro) ουδέτερο