calorimétrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.lɔ.ʁi.me.tʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calorimétrique calorimétriques

calorimétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό