calorique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.lɔ.ʁik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
calorique caloriques

calorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό