cancérologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ̃.se.ʁɔ.lɔɡ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cancérologue cancérologues

cancérologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό