Μετάβαση στο περιεχόμενο

cancrelat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cancrelat cancrelats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cancrelat (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]