cancrelat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cancrelat | cancrelats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cancrelat (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) η κατσαρίδα
ενικός | πληθυντικός |
cancrelat | cancrelats |
cancrelat (fr) αρσενικό