capital-décès
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capital-décès | capitaux-décès |
capital-décès (fr) αρσενικό
- χρηματικό ποσό που δίνεται μετά το θάνατο κάποιου στους δικαιούχους μιας ασφάλειας που είχε αυτός ορίσει