cardio-pulmonaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.pyl.mɔ.nɛːʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cardio-pulmonaire cardio-pulmonaires

cardio-pulmonaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό