carnificina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carnificina | carnificinas |
carnificina (pt) θηλυκό
- η σφαγή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carnificina | carnificinas |
carnificina (pt) θηλυκό