carotène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carotène | carotènes |
carotène (fr) θηλυκό
- η καροτίνη
ενικός | πληθυντικός |
carotène | carotènes |
carotène (fr) θηλυκό