carotène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ʁɔ.tɛn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carotène carotènes

carotène (fr) θηλυκό