Μετάβαση στο περιεχόμενο

carriera

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carriera < υστερολατινική carraria < λατινική carrus &  δείτε την ετυμολογία στο καριέρα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καριέρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carriera carriere

carriera (it)